- μάσκα
- Βλ. λ. προσωπείο.
* * *η1. χάρτινο, πάνινο ή πλαστικό ομοίωμα τής μορφής ανθρώπου ή ζώου, το οποίο χρησιμοποιείται στις μεταμφιέσεις, η προσωπίδα2. κάλυμμα ενός σημείου τού προσώπου ενός μεταμφιεσμένου, ιδίως κάλυμμα τών ματιών3. η έκφραση τού προσώπου, το προσωπείο4. πολτός ή κρέμα που χρησιμοποιείται για τον καλλωπισμό τού προσώπου με επικάλυψη ολόκληρης τής επιφάνειάς του5. γλυπτή αναπαράσταση τού πρόσθιου, συνήθως, τμήματος τής κεφαλής προσώπου ή ζώου6. αντικείμενο που καλύπτει μέρος ή ολόκληρο το πρόσωπο για να τό προστατεύσει, προσωπίδα7. (ανθρωπολ.-αρχαιολ.) προσωπείο ή προσωπίδα8. στρ. ανάχωμα ή προκάλυμμα9. πλευρά τής πλώρης τού πλοίου10. φρ. «βγάζω τη μάσκα» — σταματώ να υποκρίνομαι, γίνομαι ειλικρινής.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. masca].
Dictionary of Greek. 2013.